Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2013

θεέ

Θεέ, έλα και πάρε από πάνω μου τούτο το καρφί είμαι μικρή πολύ για να το σηκώσω Αν  θέλεις πάλι να γελάσεις με τη γύμνια μου μάθε πως το χατίρι δε σου το κάνω να με δεις να κλαίω σα χαζό κουτάβι Βρήκα μπογιά που δεν ξεβάφει με τα δάκρυα μ’ αυτήν το μούτρο μου άλειψα και σε προσμένω Μάθε πως  τώρα κατάλαβα τι σημαίνει να ‘ ρχεται κατά πάνω σου η Μοίρα κι εσύ να στέκεσαι αγριεμένος απ’ τα μέσα σου νερά και να τινάσσεις θύελλες απ’ τα μάτια Μάθε πως έβγαλα απ’ το μηρό μου άλλο παιδί με γέλιο το τύλιξα μετάξι με πίκρα ανθρώπου με έγνοια το μοίρανα και το κρατώ στην αγκάλη του βλέμματος                                                                             το κανακεύω με ψέμα Κι ολόρθη μπροστά σου θα με δεις σαν έρθεις πάλι να γελάσεις με την τύφλα μου « Ναι είμαι εγώ Κι έμαθα να κοιτώ τη θάλασσα Και να μην πονώ πια απ’ την Αβάσταχτη ομορφιά της» δημοσιεύτηκε στη bibliotheque

Φερνάντο Πεσσόα, ένας έντιμος αναχωρητής.

         Από μικρή είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τις λέξεις. Υπήρχαν στιγμές που με μάγευαν, υπήρχαν κι άλλες που δεν έβλεπα τίποτα πίσω τους. Το έβρισκα δύσκολο να συγκεντρωθώ στα λόγια των δασκάλων μου ή στο άχαρο κείμενο ενός σχολικού εγχειριδίου, μα υπήρχαν βιβλία, που σκάβοντας μέσα τους ένιωθα την οικεία ηδονή,  που τότε δεν ήξερα όνομα να της δώσω μα μ’ έκανε να βλέπω τις βιβλιοθήκες σαν ένα θαύμα. Αυτήν την ιερή περιέργεια την έχω ακόμη. Μα όσο περνούν τα χρόνια ,τόσο πιο δύσκολα αφήνω τον εαυτό μου να ξεγελαστεί από τα λόγια των άλλων. Με τα ποιήματα του Φερνάντο Πεσσόα ωστόσο συμβαίνει κάτι παράξενο. Με παίρνει μαζί του και με ταξιδεύει σ’ αυτό που εγώ νιώθω, σ’ αυτό που εγώ είμαι. Είναι η ποίησή του μια σπαραχτική εξομολόγηση ενός ανθρώπου που έσκαψε μέσα του βαθιά και είχε την εντιμότητα να μην κλείσει τα μάτια σ’ αυτό που είδε. « Τουλάχιστον αφιερώνω στον εαυτό μου περιφρόνηση χωρίς δάκρυα, Ευγενική τουλάχιστον στη μεγάλη μου κίνηση με την οποία βγάζω Τα βρόμικ
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσανε.. βλέπεις ήταν μακριά αυτή η οθόνη,μονάχα ο ήχος της έφτανε στα κουρασμένα μου αυτιά κι ήταν καρφωμένος πάνω της ο γιος μου κι έβλεπε και πάλι τις σκηνές του χαμού ξανά και ξανά και γω παρακαλούσα να μη με ρωτήσει πάλι ,γιατί τι να του πω που δεν ξέρω και γω την τύφλα μου.. όποια βεβαιότητα είχα έγινε σκόνη, σκατά στα μούτρα τους μονάχα αυτό μού' ρχεται να πω και τι μου φταίει το παιδί να το κακοκαρδίζω από τώρα.. δεν είναι κουβέντα αυτή να βγει από το στόμα μιας μάνας και επιπλέον και γραμματιζούμενης ..άκου σκατά στα μούτρα τους..κι αν με ρωτήσει "σκατά στα μούτρα τίνος μαμά;" εγώ τι να του πω;

ρητορική ένδεια

Εικόνα

Κ.Π.Καβάφης

Το ξέρω που για να επιτύχει κανείς στην ζωή, και για να εμπνέει σεβασμό χρειάζεται σοβαρότης. Και όμως με είναι δύσκολο να είμαι σοβαρός, και δεν εκτιμώ την σοβαρότητα.                 Ας εξηγηθώ καλλίτερα. Με αρέσει στα σοβαρά μόνον η σοβαρότης΄ δηλ. ½ ώρα , ή μια ώρα, ή δυο ή τρεις ώρες σοβαρότητα την ημέρα. Συχνά βέβαια και σχεδόν ολόκληρη μέρα  σοβαρότητα.                 Άλλως με αρέσουν τα χωρατά, η αστειότης, η ειρωνεία η με ευφυή λόγια , το χαμπαγκάρισμα.                 Αλλά δεν κάνει. Δυσκολεύει τες δουλειές.                 Διότι ως επί το πλείστον έχεις να κάμνεις με ζευζέκηδες και αμαθείς. Αυτοί δε είναι πάντοτε σοβαροί. Μούτρα , σέρια ζωωδώς΄ πού να αστειευθούν΄ αφού δεν καταλαμβάνουν. Τα σέρια τους μούτρα είναι αντικατοπτρισμός .Όλα τα πράγματα είναι προβλήματα και δυσκολίες για την αγραμματοσύνη τους και για την κουταμάρα τους , γι’ αυτό σαν βόδια και σαν πρόβατα ( τα ζώα έχουν σοβαρότατες φυσιογνωμίες ) είναι περιχεμένη επάνω στα χαρακτηριστικά τους η σοβαρ

αιδώς

αιδώς..

Η ζωή μου, Άντον Τσέχωφ

                                                                               Ή αλλιώς πώς η ειλικρίνεια ,η αθωότητα, η δίψα για καθάρια ελευθερία συκοφαντείται  και μεταφράζεται σε παραφροσύνη και ανοησία από μια κοινωνία βυθισμένη στη σοβαροφάνεια, τη δεισιδαιμονία και την υποκρισία . Ο Τσέχωφ μας μεταφέρει σε μια μικρή ρωσική κωμόπολη με σπίτια ομοιόμορφα σχεδιασμένα από έναν αρχιτέκτονα χωρίς στάλα φαντασίας, τον πατέρα του κεντρικού ήρωα. Ο Μισαήλ εξομολογείται τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ένας ευγενής που αποφασίζει ότι το «κοστούμι» που του ράψανε είναι ασφυκτικά στενό, το σκίζει και κυκλοφορεί «γυμνός». Και αυτή η γύμνια του τρομάζει τους γύρω του. Τολμάει  να βγάλει τη γλώσσα σ’ ένα περιβάλλον σφικτά δεμένο σε δεσμά υποκρισίας. Αποφασίζει να αφοσιωθεί στο επάγγελμά του ελαιοχρωματιστή και να αρνηθεί κάθε σχέση με το δημόσιο. Αυτό κάνει τον πατέρα του έξαλλο. Ο Μισαήλ στεναχωριέται ειλικρινά π

άτιτλο

Λάσπη με κυκλώνει ανάχωμα θλιβερό τα λόγια των άλλων κι εγώ που όσο κανείς νοστάλγησα μονάχα ν’ αποκοιμηθώ στο πούπουλο ενός κύκνου αφημένου αδιάφορα στη θάλασσα κι εγώ που όσο κανείς αφάνισα το βλέμμα του αητού που στόχευε ολοένα στην άκρια των χειλιών μου χείλη ασάλευτα εγώ ποτέ δεν ήμουν τίποτα παρά ένα κέρμα αφημένο στην τύχη να στριφογυρνά αέναα. Αν σταθείτε τυχεροί Αν εγώ σταθώ τυχερός Μπορεί να συλλάβετε τη στιγμιαία λάμψη μου έτσι ως στριφογυρνώ άοκνα εμπρός στα μάτια σας. Και τότε ίσως θελήσετε ν’ ανοίξετε την πόρτα. Μονάχα μια χαραμάδα ζήτησα Να περάσουν μέσα τα λιγνά κορμιά των στίχων μου.

άτιτλο

Όσο και να πάσχισα τον εαυτό μου να ντυθώ Πάντα ήμουν ένας άλλος Ένας παλιάτσος ντυμένος μ’ άλικο καπνό Που στριφογύρναγε τα μάτια του με πυρετό Κάθε που του ζητούσαν να μιλήσει. Τα λόγια φεύγαν απ’ το στόμα μου κι ορφάνευα Κι έβλεπα απέναντι το είδωλο της άθλιας όψης μου Να ανοιγοκλείνει το στόμα του Και να ξερνάει τα λόγια μου.

απολογία

Όλη μου τη ζωή το ίδιο ποίημα έγραφα Με άλλα κάθε φορά λόγια.         Όλη μου η ζωή μια άηχη κραυγή Σφηνωμένη στη νοτισμένη ματιά του αδέσποτου παιδιού Που ξεψυχά μπροστά στα μάτια μου.

μάτια παιδιού που έμαθε νωρίς

κάψτε το βλέμμα σας κρύψτε τα χέρια στις τσέπες μην τα κοιτώ και σκέφτομαι το αίμα των αθώων τις αυλακιές στο καπνισμένο δέρμα το μαύρο της πείνας πουλί πάνω απ' τα μάτια των παιδιών να κρύβει την όψη τους τα πόδια λιγνά κι αμάθητα στη βία να χωνεύουν το χώμα κρύψτε τα χέρια στις τσέπες κουράστηκα να σηκώνω με τη βία τα μάτια σας ψηλά τα χέρια σας μαγνήτες κρύψτε τα μάτια παιδιού που έμαθε νωρίς να μη φωνάζει με τραβούν μάτια παιδιού που έμαθε νωρίς να κλαίει τη φτώχεια του χαράζοντας το δέρμα με σιωπή κρύψτε τα χέρια σας και ρίξτε στο χώμα το βλέμμα εκεί του πρέπει να στοχεύει ο ουρανός είναι για το παιδί που έμαθε νωρίς την πείνα και το κρύο μοίρα να λέει. ο ουρανός για τους αθώους είναι. όλοι οι άλλοι να κρύψουμε τα χέρια μας στις τσέπες.

το τέλος των ημερών

Να’ γερναν αυτοί που σου τρυπούσαν με συμπόνια το μυαλό Και να τους χώνευε η γη Στέρνες αλλόφρονα ψάρια τα μάτια τους Φέγγαν σκοτάδι μ’ ουρλιαχτά Σε κοίτη ποταμού που απέβαλε στη θάλασσα Να μίλαγες Να μίλαγες Θεοί αναίτιοι κρατιόντουσαν με ορμή πάνω απ΄ τη δίψα σου Και σε κεντούσαν Κι ήσουν μικρός και άνθρωπος και μόνος Και στέναζες όπως ο πρωτόπλαστος Σαν είδε του παράδεισου την πλήξη Κι έστρεψε τα νώτα στον πατέρα. Το πύρινο βλέμμα καρφί στο στέρνο του Μα δεν απόστρεφε το βλέμμα από την πτώση. Με την ανάγκη να σπάσει τα δεσμά καρφώθηκε η τύψη στη ματιά του Με τη δίψα για γνώση γεννήθηκε η επίγνωση του μάταιου Κι όταν μάθαινε πως ήτανε μοίρα του ο θάνατος Ανέτειλε μέσα του ο πόνος Που τον έκανε Άνθρωπο.

και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες..

Μαθήτρια Γυμνασίου ήμουν και σε έκθεση για την αξία του νόμου πήρα το πρώτο χαστούκι από τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια . Δε θυμάμαι την ακριβή διατύπωση που είχα χρησιμοποιήσει . Το νόημα των λόγων μου πάντως ήταν : « Όταν ο νόμος αποδεικνύεται άδικος , ο πολίτης έχει υποχρέωση να σταθεί απέναντι και με όποιον τρόπο μπορεί να πολεμήσει να τον αλλάξει.» Όταν πήρα πίσω την έκθεση, η φράση ήταν υπογραμμισμένη με κόκκινο στυλό και δίπλα ένα τεράστιο ερωτηματικό απ’ τον φιλόλογο. Δεν αντέδρασα. Δεν είχα την τόλμη τότε με λόγο προφορικό να αντιταχθώ σε όποιας μορφής εξουσία. Μόνο όταν έπιανα χαρτί και μολύβι έβγαινε αβίαστα ο αντίλογος από μέσα μου. Τις τελευταίες μέρες , με αφορμή τον τραγικό θάνατο του παιδιού στο τρόλεϊ και κυρίως όσα διάβασα από μερίδα δημοσιογράφων, διαδικτυακών σχολιαστών και ανθρώπων που αυτοανακηρύσσονται «πνευματική ελίτ» ,ξαναθυμήθηκα εκείνη την έκθεση. Τι είχε άραγε θεωρήσει άστοχο σ’ εκείνη την άποψη ο καθηγητής;  Είδε  σ’ αυτήν το σπέρμα της ανομ

όταν οι λέξεις ζητούν βοήθεια

« ..Και προς θεού..καλύτερα εκεί μέσα οι παράνομοι μετανάστες  παρά στους δρόμους της Αθήνας.» τάδε έφη πρώην δημοσιογράφος και  νυν βουλευτής σε τηλεοπτικό πάνελ. Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε αυτήν τη ρήση . «Όποιος περνάει τα σύνορα και μπαίνει στη χώρα μας  χωρίς χαρτιά είναι μετανάστης και μάλιστα παράνομος.» Τι αποκρύπτεται έντεχνα σ΄ αυτήν την παραδοχή;  Ότι σε χώρες όπως η Συρία ,με τις οβίδες να σπέρνουν το θάνατο καθημερινά ,ο άνθρωπος που θα πιστέψει τον δουλέμπορο, θα του δώσει ό,τι έχει και δεν έχει, θα πάρει την οικογένειά του και θα χωθεί σε μια βάρκα  διωγμένος από ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε πατρίδα, είναι απειλή. Έρχεται στη χώρα μας  για να ληστέψει, να βιάσει, να σκοτώσει. Δεν είναι ένας απελπισμένος  άνθρωπος που ο πόλεμος ξερίζωσε βίαια απ’ την πατρίδα του . Όχι, είναι ένας δυνάμει εγκληματίας . Να ο σπόρος του ρατσισμού. Αυτή η ισοπεδωτική γενίκευση . Αυτοί που εξεγέρθηκαν δεν ήταν άνθρωποι.  Ήταν παράνομοι μετανάστες.  Γι΄ αυτ

Κ.Π.Καβάφης

Tι απαίσιο πράγμα αυτές η νέες φιλοσοφικές ιδέες της σκληρότητος, του σωστού της υπερισχύσεως του δυνατού, του τάχα εξυγιαντικού έργου της πάλης της εξαλείφουσας τους μικρούς και ασθενικούς κτλ. κτλ. Aφού πρέπει να ζήσουμε εν κοινωνία, αφού ο πολιτισμός απορρέει από αυτό,αφού δι’ αυτού του μέσου κατορθώσαμε και αντισταθήκαμε στες δυσχερέστατες βιωτικές περιστάσεις που περιστοίχισαν τα πρώτα την ανθρωπότητα, ― τι θα πουν αυτά τα τρελλά της σκληρότητος, της υπερισχύσεως κτλ. Aν στ’ αλήθεια τα πραγματοποιούσαμε, θα βλέπαμε ότι μας φέρουν στην εκμηδένισι. Eνας δυνατός θα καταστρέψει εμμέσως ή αμέσως, δέκα αδυνάτους εδώ• ένας άλλος 10 αδυνάτους εκεί, και ούτω καθεξής. Δεν θα μείνουν παρά δυνατοί. Eξ αυτών θα είναι μερικοί λιγότερο δυνατοί. Aυτοί ―σαν ξεχασθούν ή εκλείψουν οι αδύνατοι οι πριν― θα είναι οι αδύνατοι• πρέπει να καταστραφούν κι αυτοί 10, 10• ή 5, 5 ή 2, 2. ;Ως που να μείνει μονάχος του ο δυνατότατος, ή οι ολίγοι ισοδύναμοι. Aλλά πώς θα ζήσουν, έτσι; Όχι η σκληρότης• αλλά η Eπιε

πόσο φριχτά προβλέψιμοι αυτοί οι άμοιροι βροτοί αιώνες παραμένουν

« Και στην περίοδο της ακμής των απελευθερωτικών ιδεών , όπως ακριβώς και στην εποχή του Μπατί , η πλειοψηφία ταΐζει, ντύνει και υπερασπίζεται τη μειοψηφία, ενώ η ίδια παραμένει πεινασμένη, κακοντυμένη και ανυπεράσπιστη . Μια τέτοια τάξη πραγμάτων μπορεί να εναρμονιστεί θαυμάσια με όποιες τάσεις και όποια ρεύματα σκέψης θέλετε, επειδή ταυτόχρονα καλλιεργείται σταδιακά και η τέχνη της υποδούλωσης . Δεν μαστιγώνουμε πλέον τους υπηρέτες μας στο στάβλο, αλλά δίνουμε στη δουλεία πιο εξευγενισμένες μορφές ή τουλάχιστον καταφέρνουμε να τη δικαιολογούμε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.» Η ζωή μου, η ιστορία ενός επαρχιώτη, Άντον Τσέχωφ

ντροπή

χιλιάδες άνθρωποι άνεργοι από τη μια στιγμή στην άλλη ...  ..και η ζωή συνεχίζεται κανονικά..μα είπαμε ..η πολιτική πέθανε..οι πολιτικοί μας μαριονέτες ...κι εμείς βουβοί σ' αυτό το θέατρο  του παραλόγου ..

λαθρομετανάστης

Σ’ αυτήν την άκομψη κραυγή σας Απάντηση δεν έχω. Είναι που στα μάτια σας βλέπω τους λεπτοδείκτες Γυρνούν τώρα ανάστροφα  Καρφώνονται στη ράχη μου Και με δικάζουν. Κι εγώ Πέτρα που ρίζωσε στη θάλασσα Απόκρημνα βρέχω  στην άμμο βήματα Και καρφώνω στην παλάμη σας Ένα ένα τα ρωτήματα Που με βυζάξαν και με βγάλαν ναυαγό στην ακτή σας. Να κρατώ στη ματιά ένα δίχτυ απάνεμο Να κραδαίνω την άγνοια στα σκιαγμένα σας μάτια. Κι όμως το ξέρω. Αν η Παλλάδα μου’ λεγε: « Φύγε. Γραφτό σου δεν είναι να δεις σωτηρία στους Φαίακες». Αν μου προφήτευε το τέλος μου σ’ αυτήν τη μαύρη γη Αν με απειλούσε πως η Ιθάκη πάει Δεν θα την ξαναδώ ποτέ Αν στέριωνε τα αστραποβόλα μάτια της επάνω μου Αν κάρφωνε το στήθος μου με το δάχτυλο και αναφωνούσε: « Τέλος πια Οδυσσέα Σε νικήσαν οι Θεοί Ακόμη κι εγώ σ’ εγκαταλείπω. Σχώρα με.» Όχι, δε θα τα’ βαζα μαζί της Μάρτυς μου ο Δίας. Δεν πρόσμενα απ’ τη θεά κανένα θαύμα εξάλλου. Δε θα ξέσπαγα σε θρήνο κι οργή. Μονάχ

Χάινριχ Μπελ, Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι

Το είδα στο σφυρί.  Ένας  τοίχος  γεμάτος  με εκπτωτικά βιβλία στο υπόγειο ενός ιστορικού βιβλιοπωλείου της πόλης. Κολλημένη στο εξώφυλλό του η τιμή : 3 ευρώ. Και απέναντι όλες οι  ευπώλητες  παραφυλλάδες σε περίοπτη θέση. Η κατάντια του πολιτισμού μας. Σε άλλες σκοτεινές εποχές αυτό το βιβλίο θα ήταν απ’ τα απαγορευμένα. Τώρα όμως δε χρειάζεται να καεί στην πυρά. Έχει καεί το μυαλό κι έχει νεκρώσει η ψυχή των επίδοξων αναγνωστών του πολύ καιρό πριν. Ο  συγγραφέας του , εμπνευστής ενός απ’ τους πιο αληθινούς  μυθιστορηματικούς ήρωες , του Χανς Σνηρ απ’ τις « απόψεις ενός κλόουν». Οι « γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι» είναι το τελευταίο του βιβλίο που ολοκληρώθηκε το 1985, λίγο πριν το θάνατό του. Τυχαία έπεσε στα χέρια μου και με εντυπωσίασε πόσο προφητικό αποδεικνύεται ένα μυθιστόρημα πολιτικό, γραμμένο στη Γερμανία λίγο πριν την πτώση του τείχους από έναν συγγραφέα που έβλεπε με θαυμαστή οξυδέρκεια αυτό που θα ακολουθούσε. Την πλήρη υποδούλωση της Ευρώπης στον αμοραλισμό

πολιτική είναι να ξερνάς

«Πολιτική είναι να ξερνάς..  Εμείς οι πολιτικοί φτιάχνουμε το βούρκο και πέφτουμε μόνοι μας μέσα , για να μπορούν εκείνοι να βγαίνουν καθαροί. Και τους βλέπεις κομψούς στους πλειστηριασμούς , όταν προσπαθούν να σώσουν κάποια πολύτιμη σταύρωση, κειμήλια για την πατρίδα. Δε σκέφτονται το αίμα, τον ιδρώτα, τα σκατά απ’ όπου βγαίνουν τα λεφτά τους.»   «Είναι ασφαλέστερο να αγοράσεις παρά να ληστέψεις μια τράπεζα. Αυτή είναι η μέθοδος , αλλά εγώ δεν είμαι μαθημένος. Ο ασφαλέστερος και ο πιο νόμιμος τρόπος να ληστέψεις μια τράπεζα είναι να την αγοράσεις , αφού πρώτα την εξωθήσεις στο χείλος του γκρεμού. ..Τον καταλαβαίνω τον Καρλ. Ήθελε να πετύχει το χρυσάφι στην καρδιά ,αλλά το χρυσάφι δεν έχει καρδιά, είναι άτρωτο.» Χάινριχ Μπελ, Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι

Αγαμέμνονος πλάνη

Είμαι ο αρχιστράτηγος  στρατού ανάξιου Ριγμένου στη  μιζέρια και τη σήψη. Ανθρωπάκια κρατημένα στις συμβάσεις τους Όλοι Καρφωμένοι  στο παρόν Τρέξαν να φύγουν όταν έριξα το δόλωμα Οι άθλιοι Να πάνε –λέει- στις γυναίκες τους και τα παιδιά τους Να ζήσουν – λέει- τη ζωή τους σε ειρήνη Οι ανάξιοι για τα μεγάλα και τα ιδανικά Πώς να ριχτούν στη μάχη δίχως το λόγο το δικό μου Να τους πυρπολήσει; Κι έχω και τον Πηλείδη να μιλάει Για τιμή και ευθιξία κι άλλα ηχηρά παρόμοια.. Λες και σε καιρό πολέμου  έχει κανείς την πολυτέλεια Να νοιάζεται για τέτοια.

η δική μου έκθεση

Σε άρθρο που πρόκειται να αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα του σχολείου  σας να εκθέσετε τις απόψεις σας σχετικά με:  α) τις επιπτώσεις που έχει προκαλέσει η έλλειψη σεβασμού του ανθρώπου  προς το φυσικό περιβάλλον και β) τους τρόπους με τους οποίους μπορεί ο άνθρωπος να αποκαταστήσει τη  σχέση του με αυτό (500-600 λέξεις).  .................................................................................................................................. η δική μου έκθεση α) η επίπτωση που έχει προκαλέσει η έλλειψη σεβασμού του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον είναι μία και μοναδική και κλείνει μέσα της όλες τις πληγές του κόσμου:  ο άνθρωπος έχασε τη ματιά του, ξέχασε ποιος είναι και συνεχίζει ακόμη και σήμερα να βαδίζει σ' έναν δρόμο που τον σέρνει ολόισια στη ματαίωση .. β)αν ήξερα τους τρόπους αυτούς που μου ζητάτε ,αυτήν τη στιγμή θα τους είχα κάνει πράξη και στάση ζωής και δε θα βρισκόμουνα τώρα σ' αυτήν την πνιγηρή αίθουσα να στύβω το μυαλό μου να κατ

μακάρι

Δε λέει να φύγει απ’ το νου μου η εικόνα. Η μαθήτρια της Γ΄ Λυκείου στο τηλεπαράθυρο του Αυτιά να αναμασάει τα ξύλινα λόγια των δημοσιογράφων ,ενώ το βλέμμα της σκυφτό στοχεύει στο χώμα. Και ο Αυτιάς, επικουρούμενος απ’ τον Άδωνη Γεωργιάδη να ουρλιάζει με ύφος δέκα καρδιναλίων : « Οι εξετάσεις σας θα γίνουν κανονικά ! Μην ανησυχείτε ! Οι πανελλαδικές δεν κινδυνεύουν! ». « Μακάρι..» ψελλίζει η μαθήτρια. Και μου θυμίζει το ψάρι που το βγάλαν απ’ τον ωκεανό της ελευθερίας και το βουτήξαν σ’ ένα βούρκο. Λάσπη κόλλησε στα βράγχιά του και το καθήλωσε ανάπηρο. Κι έρχονται οι σωτήρες. Με λεπίδες ξύνουν τα λέπια του τόσο ώστε να φύγει η λάσπη, να κρατηθεί όπως όπως   στη ζωή. Το τίμημα είναι ότι καταδικάζεται σε ακινησία. Η ανάμνηση του ωκεανού μακρινή πολύ. Ο βούρκος είναι πια η μοίρα του. Μ’ αυτό θαρρεί πως ο ωκεανός το προσμένει . « Λίγο ακόμη θα φτάσεις στον ωκεανό  ! » του κραυγάζουν οι σωτήρες. « Μακάρι..» ψελλίζει αυτό « Μακάρι..» Μακάρι να δοθεί το χαρτί της επίταξης στους κ

για όσους συνεχίζουν τη σκυφτή ζωή τους

Με την τρομπέτα του ο Λούις Άρμστρονγκ συνόδεψε μια διασκευή λόγων του Γερμανού διανοούμενου Μάρτιν Νίμελερ που αφορούσαν την αδράνεια της σιωπηλής πλειοψηφίας την εποχή του Γ' Ράιχ. Κάποτε ήρθανε και πιάσαν τους Εβραίους΄ εσιώπησα, γιατί δεν ήμουνα Εβραίος.  Ύστερα πιάσαν τους επαναστάτες΄ δεν μίλησα γιατί ήμουν φιλήσυχος πολίτης.  Ήρθαν μετά και πήραν τους Χριστιανούς΄ πάλι δεν μίλησα' ποιος νοιάζεται για θρησκείες κι άλλα τέτοια!  Στο τέλος ήρθανε και πήρανε και μένα. Εσιώπησα, δεν φώναξα, έσκυψα το κεφάλι. Δεν ζήτησα βοήθεια, γιατί τότε που ήταν να κραυγάσω, να διαμαρτυρηθώ, να παλέψω, συνέχιζα αδιάφορος τη σκυφτή μου ζωή. [ από το σχολικό βιβλίο της β' Λυκείου " ρητορικά κείμενα"]

...

                                                                                                         λοιπόν ξεχάστηκα                                                                                                       είπα θα μίλαγα                                                                                                   μα πάλι τέρμα                                                                                             έμεινα να κοιτώ τη θάλασσα όταν η οσμή του σάπιου ντύνεται το πατσουλί της πουτανιάς  και βγαίνει στη γύρα να βρει πελατεία σε συναντά στη γωνιά σου να σφυρίζεις αμέριμνος σε πιάνει απ' το γιακά και σε τραντάζει  σου δείχνει τα κούφια δόντια της  ανασαίνει πάνω σου τη σήψη της σε λούζει ολάκερο  και συ στη γωνιά σου θα' θελες να χτιστείς μέσα στα τούβλα κείνου του τοίχου θα' θελες να βουλιάξεις στην αρμύρα κείνης της θάλασσσας  που παιδί κολύμπησες κι ήταν το δέρμα σου γεμάτο πόρους π' ανασαίνα

Γιώργος Σεφέρης

Μιλούσες για πράγματα που δεν τά’ βλεπαν κι αυτοί γελούσαν. Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό πάνω νερά. να   πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο στα τυφλά, πεισματάρης και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα σαν το πολύροζο λιόδεντρο- άφησε κι ας γελούν. Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος στη σημερινή πνιγερή μοναξιά στ’ αφανισμένο τούτο παρόν- άφησέ τους. Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής υπάρχουν   χωρίς το ζητήσει κανένας. Γιώργος Σεφέρης  

καθήκον ποιητού

Είναι καιρός που επιδίδομαι σ’ αυτό στο παιγνίδι. Παίρνω την άγραφη κόλλα και το πιο καλό μου μολύβι. Και γράφω εξαρχής ολοστρόγγυλα γράμματα. Τα καμαρώνω έτσι ως τ’ αραδιάζω στο άσπρο χαρτί. Εγώ ο ποιητής των λέξεων Των στρογγυλών φωτεινών οραμάτων Με τάξη και χάρη συνταιριασμένων Καμαρώνω. Μουτζούρα καμία Αστοχία καμία Αλήθεια καμία. Μονάχα στρογγυλά, καθαρά, τακτοποιημένα γράμματα. Ποιήματα καθώς πρέπει. Έτσι ως ταιριάζει Στους σκάρτους καιρούς μας.

ατομική ευθύνη ή συλλογική ενοχή ;

Το κείμενο που ακολουθεί φιλοδοξεί να μιλήσει για τις ενοχές.   Τις ενοχές που κουβαλάει ο καθένας μας απ’ όταν αρχίσει να νιώθει τα πράγματα γύρω του. Τις ενοχές που χτίζονται στο κουβάρι του μυαλού μας νωρίς πολύ. Ξεκινάνε με την εντελώς αθώα φράση της μαμάς « κάθισε ήσυχα σαν καλό παιδί » , συνεχίζουν με την παραίνεση του δασκάλου « μην αυθαδιάζεις» ή του φίλου σου « Γιατί δε διασκεδάζεις όπως όλοι; Γιατί επιμένεις να μας χαλάς το κέφι με τα μούτρα σου;» Θα μπορούσα να συνεχίσω με άπειρα παραδείγματα παραινέσεων, υποδείξεων, συμβουλών. Λένε πως αυτές όλες γίνονται φωνές που παίζουν μόνιμα στο μυαλό μας σαν μια κασέτα που μας υποδεικνύει πώς να σκεφτόμαστε, πώς να μιλάμε, πώς να ζούμε. Υπάρχουν άνθρωποι που μέχρι το τέλος της ζωής τους ανυποψίαστοι τις εκστομίζουν ως απόψεις δικές τους. Κατέλαβαν το νου τους από πολύ νωρίς και κατέπνιξαν στα σπάργανα κάθε νιόβγαλτη σκέψη. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ιδανικό γι’ αυτήν τη δουλειά. Υπάρχουν κι άλλοι που ξύπνησαν ένα π