για τους μετανάστες απεργούς πείνας
Τους έβλεπε να πλησιάζουν με τα αλεπουδίσια μάτια τους, σάλια να πασαλείφουν το ποντικίσιο στόμα τους και τα χέρια τους να μοιάζουν νύχια αρπαχτικού. Κάρφωνε τα πόδια του στη γη κι ευχόταν να μπορούσε να πάρει η όψη του χωμάτινο χρώμα, να ζαρώσει ολόκληρος μέσα στη σκόνη και να φυτευτεί στη γη , τη γη που τον έθρεφε χρόνια τώρα με την καρτερία της. Αυτοί δεν έβλεπαν τίποτα . Μονάχα τα λόγια τους άκουγαν μεγεθυμένα μέσα τους κι επαίρονταν πως ήταν –λέει- φιλάνθρωποι και ξέρανε ωραία να μιλούν με όρους περισπούδαστους κι αμφίσημους που ξεχειλίζανε σοφία. Αυτός τίποτα απ’ αυτά δεν ένιωθε. Μονάχα ένα τρέμουλο στην καρδιά του απ’ τα μάτια τους που τον μετράγαν και τον έκριναν και του ζητούσαν να υψωθεί εκεί που τον ήθελαν. Μα πού να ξέρει κι αυτός πού τον ήθελαν να σταθεί.. Άλλοι τον φαντάζονταν με το στεφάνι του μαρτυρίου στο μέτωπο κι άλλοι – οι ποιητάδες- με ψυχή λιονταριού που δίνει στη γραφίδα τους λίγο απ’ το αίμα που τόσο ποθούν. Κι άλλοι τον θέλαν ταπεινό να παρακαλάει εμάς του