βραδιάζει

Όταν χρωματίζαν το μέτωπό σου οι κραυγές
το βάφαν ασημί
με κόκκους μαύρους αχνούς πολύ
τόσο που μοιάζαν στίγματα κενά
οι πεθυμιές σου
και λιώναν το δείλι οι ανάσες σου
ξεψυχισμένα
μα συ δεν το’ ξερες
δεν ήξερες τίποτα
πέρα απ’ τη σκόνη που αθόρυβα πολύ
σε στοίχειωνε μέρα τη μέρα

κι έμοιαζες κύμα που ναυάγησε σ’ ένα κομμάτι γης
κι ασθμαίνει τη στερνή του υγρή σταγόνα να φυλάξει
προτού το χώμα το ζυμώσει με τη σκονισμένη υφή του
στεγνή σαν τη μοίρα
στυγνή σαν ηχώ αμετάκλητη

σε σέρνει με μαλλιά λυτά κι αφρόντιστα λόγια
νήμα λεπτό πια σε κρατάει στη γη
οι κραυγές σ’ αγαπήσαν
κι είναι η μοίρα που σου πρέπει βαριά πολύ
κι εσύ μικρός σαν ένας κόκκος άμμου
μόνο που δεν το ξέρεις
δεν ξέρεις τίποτα

αχ να γινόταν να σιωπήσουν τα πουλιά
που μες στα δυο σου μάτια θλιμμένα τρυπούν
τη σιωπή μου με το άγριο ουρλιαχτό τους
να γείρω πάνω σου και ν’ αποκοιμηθώ
σαν ένα μωρό που δεν έχει παρελθόν
και το παρόν του είναι ανάλαφρο πολύ
σαν το χνούδι ενός κύκνου
που αφέθηκε στο ρέμα λίμνης
ατάραχης

βραδιάζει
μικρή μου θλιμμένη αγάπη
βραδιάζει ..

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Αχ βρε Ειρήνη...
Κώστας

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

επική ειρωνεία

Κράχτες

Νικολάι Σταβρόγκιν