Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2009

της μνήμης γαϊτανάκι

Ανάσαινα Μες στο κατάμεστο αμφιθέατρο Με τα μάτια ανάστροφα στις κόχες τους. Έτσι θα νιώθουν οι τυφλοί Σκεφτόμουν Και Κοιτούσα ολόγυρα με ασθματική σιωπή. Θέλω μ’ αυτό να πω Πως η σιωπή μου έφευγε απ’ τα ολάσπρα μάτια μου και χύνονταν ανάερα στων άλλων τη βοή τρυπούσε την οχληρή τους ανεμελιά ίσια κατάβαθα στη ρίζα της. Μα τι να πω που να μη μοιάζει κάλπικο και τι να δώσω που να μη μοιάζει αντάλλαγμα φριχτό για μιας στιγμής το χάρισμα που μου’ δωσαν να μη θωρώ. Μονάχα κείνο το μουτράκι που μου γελούσε πίσω απ’ τα μάτια της χαράς να’ χα για λίγο μπρος μου να του αποθέσω βελούδινα τη ματιά μου να την αγγίξει μαγικά άστρα φωτιάς ν’ ανάψουν και να γενεί χορός η σκέψη μου σ’ ένα ολάνθιστο της μνήμης γαϊτανάκι.

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ

ΤΡΩΕΣ Είν’ οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων` είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Κομμάτι κατορθώνουμε` κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας` κι αρχίζουμε να’ χουμε θάρρος και καλές ελπίδες. Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά. Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.- Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά, κι έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε. Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, η τόλμη κ’ η απόφασίς μας χάνονται` ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει` κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή. Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος. Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα. Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε. Κ. Π. Καβάφης Πόσες φορές δε σιγοψιθύρισα μέσα μου τους τελευταίους στίχους.. «πικρά για μας…» Ο Καβάφης είναι μεγάλος, για μένα ο πιο μεγάλος ποιητής που γέννησε η Ελλάδα. Και τον γέννησε η Ελλάδα . Έσκυψε στην ιστο

παιδί μου

κάρφωσα τις λέξεις μου στο θυμό σου να’ ρθεις να τις λυγίσεις μία μία δίχως ψίχα να τις αφήσεις όταν γυμνές από λυγμό και έγνοια θα αιωρούνται μες στην αίθουσα κι εγώ θα σε κοιτώ παιδί μου με μάτια σκοτεινά γεμάτα φόβο το φόβο πως σε μοίρανα με σάλιο απ’ τη χολή μου προτού σε φέρω σ’ αυτόν τον κόσμο αθώο και γυμνό παιδί μου το φόβο πως σου κάρφωσα στα μάτια το λυγμό μου την πρώτη κείνη τη στιγμή που στύλωσα επάνω σου περιδεές το βλέμμα την πρώτη κείνη τη στιγμή που τα ορφανά μου χέρια απλώθηκαν στο άσπιλο και τρυφερό κορμί σου να τ’ αγκαλιάσουν.. μα είμαι άνθρωπος παιδί μου και σέρνομαι στης γης την κυρτωμένη πλάτη δίχως μάτια να δω την πληγή μου δίχως αφής το χάρισμα ν’ αγγίξω τη ματιά σου και πώς να σου το δείξω πως σ’ όσες τροχιές κινδύνου κι αν ακροβατήσεις όσο κι αν βίαια στεριώσεις τα πόδια στο χαμό πάλι στη γη θα πέσεις άνθρωπος κι εσύ άχθος αρούρης..

ο φύλακας στη σίκαλη

«…Κατέβηκα από άλλη σκάλα κι είδα κι άλλο « γ…» στον τοίχο. Προσπάθησα να το σβήσω με το χέρι μου , αλλά ετούτο ήτανε χαραγμένο με σουγιαδάκι ή κάτι τέτοιο. Δεν έβγαινε. Έτσι κι αλλιώς, τι νόημα είχε. Κι εκατό εκατομμύρια χρόνια να σου δίνανε, πάλι δε θα’ σβηνες ούτε τα μισά « γ…» στον κόσμο. Είναι αδύνατο. » ο φύλακας στη σίκαλη, J. D. Salinger(μετάφραση Τζένη Μαστοράκη)

στους μαθητές μου

Ο μικρός Τζουνέτ έκθαμβος στέκει Μπρος στου Απόλλωνα τα πικροφόρα ακόντια Που δέσαν τους Αργίτες Στο άρμα του χαμού. Ξωπίσω του κεφάλια παιδικά Θάλασσες από μάτια Ψυχές ορθάνοιχτες Στου Ομήρου τη στρυφνή μαγεία. Τα μάτια τους Φωλιές για χελιδόνια που ερημώσαν. Κρόταλα ηχηρά Τα σκιάζουνε ολούθε Κι αυτά αλλόφρονα πετάν Με μάτια σκοτεινά Και φτερακίσματα λυγμού. Εγώ στέκω αντίκρυ τους Και κάνω τη φωνή και τη ματιά μου Φλογέρα λιγυρή Τα σκιαγμένα πουλιά να μαγέψει Να προσπεράσουν τις σειρήνες του χαμού Αγέρωχα να’ ρθουν και να κουρνιάσουν Στις φωλιές τους. Ο μικρός Τζουνέτ με κοιτά. Τα χελιδόνια μες στα μάτια του Μαγνήτες Έλκουν ευχάριστα την κουρασμένη μου ψυχή Λίγη απ’ τη λάμψη τους Της δίνουν.

στιγμή από σύννεφο

Κάθε στροφή ανοίγει εμπρός της κι ένα θαύμα κι είν’ η ανάσα της στραφτάλισμα φωτιάς. Στης λησμονιάς το ξέθωρο άτι ανεβασμένη καλπάζει με τον ήλιο στα μαλλιά για την κοιλάδα που’ χει στα έγκατα της νιότης της . Μια γοργοφτέρουγη αχτίδα η σκιά της σαν ξαποσταίνει σε μιαν άκρη τ’ ουρανού προτού κινήσει πάλι για τον ανέκκλητο – θαρρείς – προορισμό της. Διάλειμμα κάλπικο Το ξέρουν όλοι Μα Ποιος θα τολμήσει να το πει. Να θρυμματίσει τον ήλιο που –έστω- κρυφά αχνοφέγγει στα ξανθά της μαλλιά. Κι έτσι ξανά θ’ αποδυθεί στο πουθενά Ξανά γερμένη σε κροντήρια ξέχειλα χυμούς αόρατους θ’ απομυζεί τη νιότη και θα γελά τον εαυτό της πως υπάρχει αθανασία. Μια φυσαρμόνικα γερμένη στο κενό η ομορφιά της με ήχους –λες- φερμένους απ’ αλλού. Μην την ξυπνάτε. Κρατήστε την αθώα. Ρωτήστε την μονάχα τ’ όνομά της κι αν να τ’ αποκαλύψει δεν καταδεχτεί μη σκιάζεστε. Φυλάξτε την μονάχα στοργικά μες στη ματιά σας κι αφήστε την να κοιμηθεί. Στιγμή από σύννεφο Στιγμή από ατόφιο χρυσό στάρι Στιγμή μονάκριβη. Δεν είναι ά

ξόδεμα

Πώς να μιλήσω μέσα μου τη δίψα; Χώμα ο ουρανός μου ραγισμένο. Να μην το θέλω Κι όμως εκεί να μ’ ακουμπάει Με μάτια κάρβουνο πυρρό Με νύχια πρόωρα αιχμηρά. Να σχίζει το πρόσωπό μου τη νύχτα Και το πρωί Ξανά μεσ’ απ’ τη μάσκα της θωριάς μου ν’ αναθρώσκουν Λόγια καπνού Με πρόσωπο ακέραιο Λες Και λείο. Πώς να φιμώσω μέσα μου το χρόνο; Θεριό που κράτησε στα μάτια του το φόβο Τον σάπισε κουφάρι τρύπιο από παντού Κρεμασμένο νωθρά στα γερτά μου ματόκλαδα. Χαράδρες σκοτεινές οι φθόγγοι μου Αντιλαλούν αλαλαγμένα σκόρπια λόγια Κι είναι ο αέρας γύρω μου σεντόνι Κρατημένο σφιχτά στο λαιμό μου.

σιωπή

Πώς γίνανε τα σ’ αγαπώ άγονα σχήματα φυγής για καληνύχτα που ξεπουλιούνται στο σωρό αβάσταχτης σιωπής ηχώ σ’ άγονη πίκρα. Πώς χάθηκαν εδώ κι εκεί τα ανυπόκριτα γιατί άχαρης νιότης κι αυτό που απόμεινε συρμός άμορφη μάζα από καπνό μισές αλήθειες που ακροβατούν σκοινί λεπτό καθώς ορμούν σαν αερικό στου νου τις σφαίρες κι ανάερα , απόγεια, μυστικά μου λένε τ’ άστρο αλυχτά ψάχνει να φύγει απ’ της νυχτιάς το μυστικό το αναίτια ακόμα το κλειστό το φιμωμένο.. Σαν ανυπόταχτα παιδιά οι αλήθειες τρίζουν που λίγο- λίγο αδημονούν για να ξεφύγουν από τα χάδια της ποδιάς που όμως τα ζύγωσε κρυφά αιχμάλωτα τα πήρε.. 5-1-2007

άτιτλο

Στη φωνή του Ολάκερη που χώρεσε Σ’ ένα κανάτι ραγισμένο από σμάλτο Σιωπήσαν οι καιροί. Ρικνό το πετσί που τον κάλυψε Και λέγαν οι άνθρωποι ολοτρόγυρα Ρυθμικά πως τον ακούσαν ν’ ανασαίνει Με μάτια ορθάνοιχτα Και στόμα με σύρμα ραμμένο. Κι ένα καράβι Στα σπλάχνα του τον σήκωνε Κατάρτι καρφώθηκε μεσίστιο Στα φτερωτά του λόγια Που φεύγανε κυνηγημένα Απ’ τα μάτια του Και λάμπαν φλογερά Στα πέρατα Του μαυροσύγνεφου ορίζοντα Σαν πουλιά Που τα’ διωξε η μπόρα.

παρερμηνεία

Αυτό το σύρμα που χαράκωσε τον οισοφάγο μου Κι έφτασε ίσαμε τα σωθικά μου Και τ’ ανακάτεψε ευχάριστα Έτσι που Τα μάτια μου γινήκανε δυο λίμνες από αίμα Με μικρές εντός τους κηλίδες μαύρου καπνού Ποιος το κινούσε ; Εγώ δεν το’ θελα. Κι ας ορκιζόμουν πως ξέπνοη μ’ άφηνε η απώλειά του Κι ας στριφογύριζα τα χέρια μου υστερικά. -πόσο να μοιάζω πια τρελή για να το δουν οι γύρω μου πως μίλησα;-

συνενοχή

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό.. Εκείνη τη νυχτιά που ο ήλιος σκιάχτηκε και βάφτηκε σταχτής Έγερνα ολοένα προς το χώμα Με χέρια νερουλά το υγρό μυαλό μου αναμόχλευα Οργής κουβέντες εξαρχής Κανοναρχούσα Μήπως κεντήσω τη νωθρή μου φύση Αιώνες τώρα που διδάχτηκε να λέει « μακριά από με κι ας γίνουν όλα στάχτη.» Κι ήταν εκεί ένας πέτρινος κήπος ένοχος που κυλίστηκε μες σε ποτάμια λάσπης Κι ήμουν εκεί μια πεταλούδα από χώμα τα φτερά της που καψάλισε μες σε ποτάμια λάβας και κούρνιασε στη χούφτα του εχθρού της ευγνωμονούσα. δημοσιεύτηκε στο poema

κι ύστερα ήρθε η σιωπή

Κι ύστερα ήρθε η σιωπή σφηνώθηκε στη νοτισμένη μνήμη σου πότισε τις σκιές με σύγνεφα θρυμματισμένα σε θραύσματα νιφάδες κάτασπρες. Είχαν οι σκιές ζαρώσει στις γωνιές μιας θλίψης που’ χε ντυθεί το άχρωμο. Μα σαν τις τάισε το σύννεφο αρχίσαν –λες- πνοή να παίρνουν ζωή ν’ ανασαίνουν ξεκολλήσαν απ’ τις άραχλες γωνιές κι άρχισαν να τραγουδούν με φρίκη κι αναγάλλια – λες- μαζί το τραγούδι τους το τραγούδι της σιωπής το τραγούδι της θάλασσας. Μυστικά προαιώνια αρχίσαν ν’ ανασαίνουν μουσικές χωράφια ατέλειωτα οργώνονταν στο νου του ανθρώπου κι ένα μικρό παιδί που’ χε για πάντα κοιμηθεί στις κόχες του μυαλού σου άρχισε πάλι να γελά με γέλιο μουσικό κελαρυστό ατόφιο. « Μου μίλησε η θάλασσα .» είπες και σώπασες. Μα έχουν να λεν αυτοί που σ’ είδαν καταπρόσωπο πως η ματιά σου είχε πια μια λάμψη απόκοσμη και τα δυο χείλη σου σφίγγονταν σαν να’ σουνα στο χείλος της αβύσσου και – προπαντός – σαν να το γνώριζες καλά μες το πετσί σου. 25-7-2006 για σένα μοντεκρίστο

προσευχή

Δεν ξέρω τι ν’ ακουμπήσω εντός σου Μαρμαρωμένη στο τέμπλο σου Κοιτώ τα μικροσκοπικά σου μάτια Κι είν’ η ματιά σου αμάλγαμα φωτιάς Που με αλώνει Χριστέ μου Κύματα εισβάλλουν Απρόσκλητα εντός μου Με κατοικούν Και με ελαύνουν Μυρμήγκια ηλεκτρικά Τη σπασμένη ραχοκοκαλιά μου Ψηλαφούν Τρυπώνουν Στους ανοιχτούς της πόρους Με ακκίσματα Και μειδιάματα ειρωνικά Ο πόνος Γιγάντιο Σαδιστικό ερπετό Στη ραχοκοκαλιά μου Σφηνωμένος. Αν η κραυγή μου έβγαινε απ’ τα σπλάχνα Πέτρα να εκτοξεύσω το θυμό μου Πελταστής να γείρει του πόνου.. Κι Εσύ Χριστέ μου Να κοιτάς Τόσο αγέρωχα μονάχος. Μονάχα λίγο απ’ το φως σου ζήτησα Ν’ αλείψω την ταλαίπωρη όψη μου Την εκ γενετής αλλοπαρμένη μου ψυχή Να γαληνέψω..

πένθους εραστής

Θα’ ρθούν Τρικυμισμένα θα μιλούν Λόγια στυφά θ’ αγρεύουν Φύλλα Σ’ ένα Φθινόπωρο κραυγής. Θα τα σωριάζουν μυστικά Στο βυθό τους Τακτικά προπαντός Ένα ένα Σαν να φυλλομετρούν ένα σκοτάδι σύννεφο. Θα’ ναι το δέρμα τους πετσί σκληρό Τα πόδια τους λιγνά Το βλέμμα αιματόχτιστο. Κι εσύ Μια ακίδα στη φτέρνα τους Με τα χαζόγελά σου Και με τις εθελούσιες τσιριμόνιες.

μοναχικός σκατζόχοιρος

Ένας αϊτός ο χρόνος Τα αιμοβόρα νύχια Στο συκώτι μου κάρφωσε. Τα μάτια του στάζουν φωτιά Γιγάντιες φτερούγες σκοτεινές Φυλλομετρούν Τις μέρες. Μα γω Δεν είμαι Προμηθέας Να βαστάξω Αγέρωχα τα μάτια να στυλώσω Στο Δία Μ’ απειλές. Ένας μοναχικός σκαντζόχοιρος είμαι Μονάχα που Τ’ αγκάθια μου Ανάποδα φυτρώνουν Και Σπαράσσουν τις σάρκες μου.

Νικολάι Σταβρόγκιν

Μια αληθινή αποκάλυψη για μένα στάθηκε ένα μυθιστόρημα που έγραψε ο Φίοντορ Ντοστογιέφσκι το 1871, ένα έργο ξεκάθαρα πολιτικό, ιδιαίτερα προφητικό για την εποχή του και τόσο επίκαιρο σήμερα. Οι δαιμονισμένοι ο τίτλος του ή αλλιώς οι δαίμονες όπως το είχε τιτλοφορήσει ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι. Και σε μια εποχή όπως αυτή ,που μας έχουν κατακλύσει κάθε λογής δαίμονες, οι εκδόσεις Ίνδικτος επιλέγουν να το φέρουν και πάλι στο προσκήνιο με μια έκδοση-κόσμημα. Έχω διαβάσει κάποια έργα του Ντοστογιέφσκι. Ο ωμός ρεαλισμός του με ελκύει τόσο ,που οι χαρακτήρες του συντροφεύουν τις σκέψεις μου σαν να πρόκειται για πρόσωπα υπαρκτά στη ζωή μου. Ίσως όμως να πρόκειται και για μια παραξενιά που μου κόλλησε από παιδί, τότε που πραγματικές φίλες είχα ελάχιστες και με συντρόφευαν οι ήρωες των βιβλίων. Ευτυχώς για μένα στην πορεία άλλαξα.. Στους δαιμονισμένους όμως δεν είδα μόνο έναν συγγραφέα ικανό να πλάσει αληθινούς ήρωες αλλά και έναν διανοητή που στέκει πιο πάνω από την εποχή του και με προφ

οι δαιμονισμένοι, Φ. Ντοστογιέφσκι

…συλλογικός εκνευρισμός, κάτι ασίγαστα εχθρικό. Είχες την αίσθηση ότι οι πάντες είχαν βαρεθεί τα πάντα, φρικτά. Επικρατούσε ένας γενικός ανερμάτιστος κυνισμός, κυνισμός βεβιασμένος, προσποιητός. ….. Στην ταραγμένη περίοδο των ταλαντεύσεων ή της μετάβασης, πάντα και παντού, κάνουν την εμφάνισή τους τέτοια ανθρωπάκια. Δεν μιλάω για τους αποκαλούμενους «προοδευτικούς», οι οποίοι σπεύδουν παντού πριν από όλους τους άλλους, αν και πολύ συχνά με τον πιο βλακώδη, έστω και συγκεκριμένο λίγο ως πολύ στόχο. Όχι, μιλάω μόνο για τα καθάρματα. Τα καθάρματα ,που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία, στις μεταβατικές περιόδους σηκώνουν κεφάλι, κι όχι μόνο χωρίς λόγο, αλλά και χωρίς καν ένδειξη ελάχιστης σκέψης, εκδηλώνοντας απλώς έντονη νευρικότητα και αδημονία. Στο μεταξύ, τα καθάρματα αυτά , χωρίς να το συνειδητοποιούν, γίνονται σχεδόν πάντα υποχείρια αυτής της μικρής χούφτας των « προοδευτικών», οι οποίοι, ενεργώντας με συγκεκριμένο στόχο, κουμαντάρουν αυτό

σιωπή

Κάθε φορά που η προσμονή με καρφώνει στο κύμα και μοιάζει απέθαντη η αγάπη που μου μοίραν’ ο καιρός έρχεται μι’ αναπνοή γεμάτη πάγο κρύσταλλοι βρόχινοι αναπνέουν μέσα στη σκέψη της νυχτιάς που απόμεινε νυχτιά σα να τη μάγεψε το δείλι σα να την κράτησε όμηρο μιας πίκρας παντοτινής. Πούθε να γείρουμε; Με ρώτησες Κι έγειρα το κεφάλι νικημένη Πια τίποτα δε μοιάζει αληθινό Πέρα από τη σιωπή Κι ίσως γι’ αυτό μοιάζουν να κλαίνε οι λέξεις μου Κλάμα βουβό Σαν το τραγούδι του πουλιού Προτού αμετάκλητα σιωπήσει.

ιερή μελαγχολία

Ο Στεπάν Τροφίμοβιτς είχε καταφέρει να αγγίξει τις βαθύτερες χορδές της ψυχής του φίλου του και να προκαλέσει μέσα του την πρώτη, απροσδιόριστη ακόμα, αίσθηση της προαιώνιας, ιερής μελαγχολίας που οι εκλεκτοί , άπαξ και τη δοκιμάσουν ή τη γνωρίσουν μια φορά, δεν θα την ανταλλάξουν ποτέ με την εύκολη ικανοποίηση. ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ οι δαιμονισμένοι

το χνώτο του ανέμου

Τον άνεμο τον στρίμωξαν σε δυο φτερά από καημό και προσμονή. Καρφωμένα τα νιώθεις στους ώμους καιρό τώρα. Στιγμές βαρίδια σε κρατούν στο χώμα τόσο σφιχτά που με μεγάλη βία κατορθώνεις την όψη σου να δείξεις όταν πρέπει. Στιγμές φλόγες σου γλείφουνε το νου. Αρπάζουν τα φτερά και τα χτυπούν με βία. Και κρύβεις τα μάτια σου κατάχαμα να μην ακούσεις. Δεν είσαι συ για πέταγμα. Τέτοια τερτίπια σ’ έχουν μάθει ν’ αποστρέφεσαι. Και σέρνεσαι ολοένα μες στους άλλους κι αποζητάς το συρφετό τους και το χνώτο τους μήπως κρυφτείς απ’ την κραυγή που σε τυλίγει. Είναι βαρύ πολύ το χνώτο του ανέμου κι οι πλάτες ισχαιμικές και το μυαλό μπαϊλντισμένο απ’ τα πολλά κι εσύ μονάχα ένας σβόλος από χώμα καρφωμένος ενοχλητικά στην αέναη του χρόνου τσουγκράνα. δημοσιεύτηκε στο ποιείν

Κεβριόνης

Άμοιρε Κεβριόνη Ποιος να σου το’ λεγε Πως η κραυγή σου όταν άφηνες Ως βουτηχτής Το θρόνο το λαμπρό σου Θα γένονταν περίγελος Σε χείλη σκληρά Και το ωραίο σου μέτωπο Συντρίμμια Θα κείτονταν άθυρμα Σε μάτια στη βία εθισμένα Άμοιρε Κεβριόνη Αιώνες μετά Ποιος να σου το’ λεγε Μέσα σε αίθουσες πνιγμού Η μακάρια λήθη σου Πως θα γινόταν Θέμα πνιγηρών εξετάσεων. δημοσιεύτηκε στο poema

ονειροφαντασιές

Ναυαγοί σε μι’ ανώφελη δίνη καρφωμένοι στου κυμάτου την απρόσιτη αύρα στεκόμαστε με βλέμμα πικραμένο. Μα τα χέρια μας - αχ τα χέρια μας- μάς τα κρύβει ομίχλη κι αυτά μονάχα τους χαράσσουν μοίρες ορφανές σε πλάκες απ’ αρχής φτιαγμένες για να σπάσουν. Ονειροφαντασιές , θα μου πείτε Λόγια αλόγων όντων Φριχτά απατημένων Σκαιά νικημένων. Ονειροφαντασιές , θ’ απαντήσω Απλά και μόνο Ονειροφαντασιές. Κι όσο για την πλάνη.. Μα πλανημένος δε γεννήθηκεν ο άνθρωπος Εξαρχής –λες- φτιαγμένος να ρωτά Τον τρόπο τείχη να χτίσει κραταιά Τη γύμνια του ν’ αντέξουν; δημοσιεύτηκε στο Βακχικόν

πετράδια σπασμένα

Να βρω την άκρη στα σύρματα τούτα Που κουβαριάστηκαν εντός μου Αμείλικτοι δείκτες συνενοχής Αν όχι ευθύνης. Και με κρατούν σφιχτά απ’ τους καρπούς Με ρόδινες τριχιές. Πότε -πότε Μου μιλούν Μ’ αποστροφή Που ηθελημένα αγνοώ: « Ξέρεις , φαντάζεις γελοία δω πάνω μόνο που το ξέρεις καλά αυτό. H γελοιότητα είναι σαν τσίχλα πρώτα σου κολλάει στα λεπτότριχα μαλλιά κι ύστερα καταριέσαι τον εαυτό σου που επέτρεψες στις τρίχες να σε μολύνουν» Να βρω την άκρη στα νήματα τούτα Και μου χαράξαν στην όψη Ένα μονίμως ιδιόρρυθμο χαμόγελο Ξεχειλωμένο από παντού Και μια ματιά πετράδια σπασμένα γεμάτη.

μια σφαίρα αιωρείται μες στη θλίψη μου

Μια σφαίρα αιωρείται μες στη θλίψη μου. Έχει το χρώμα της σιωπής αυτό το ακαθόριστα θαμπό γυαλί με τη μικρή χαραγματιά αδιόρατα να το κυκλώνει σαν ανάσα θανάτου να το ζώνει με οδύνη ακριβή. Μια μικρή σφαίρα λάμνει στα μάτια μου σε λίμνη ατάραχη από λάσπη. Έχει το χρώμα τ' ουρανού σαν μεθυσμένος ξερνάει χρώματα κόκκινα και βυσσινί. Έχει το χρώμα του βυθού αυτό το σκούρο πράσινο με φύκια που θανατερά μπλέκονται στα πόδια σου και σε τυλίγουν σ’ εφιάλτες παιδικούς. Έχει το χρώμα της κραυγής που ξύνει τους κροτάφους μου σαν σφίγγω τα δόντια ξανά και ξανά κι αυτή γραπώνεται μέσα μου κι αργόσυρτα αμολά το μοιρολόι της. Κραυγή που’ χει τα χρώμα του κενού τυλίγεται ολάκερη σε μια σφαίρα σιωπής.. Αν το κατάφερνε να θρυμματίσει τη γυάλινη σιωπή της να δραπετεύσει.. Μα η ζωή του ανθρώπου μοιάζει μια σφαίρα που αέναα κυλά και δεν προφταίνεις τη φαιδρή της όψη να χορτάσεις. Η σφαίρα είναι σκληρή υποταγμένη σε αδήριτους της φύσης νόμους τη στρογγυλάδα της ποιος θε να σπάσει να την κρατήσει για λί

παραμιλητό

Με μας ξεσυνερίζεσαι Αστεία λέμε Για να περάσει η ώρα Τα χέρια μας βέβαια όλο και λιγότερο κοιτάμε όσο περνούν τα χρόνια μας πιάνει μια κούραση ψυχική κάθε που ακούμε για πολέμους και φτώχεια και άλλα τέτοια στενάχωρα πράγματα και τα παιδιά μας στέκουν δίπλα μας μαγνήτες τα μάτια τους μάς μοιάζουν φυλακή που εντός της κλείστηκαν πουλιά και κρώζουν μανιασμένα πουλιά με τις φτερούγες ματωμένες και τα μάτια τους πνιχτά μπίλιες φωσφόρου που έσβησε κάπου στη μέση. Μα τι να σου κάνουμε κι εμείς; τι να σου πούμε; Μας ψαλιδίσαν τη φωνή και τα πουλιά ακόμη έρχονται τις νύχτες και μας ταράσσουν τα όνειρα. Μη μας ξεσυνερίζεσαι. Σου είπαμε αστεία λέμε η ώρα να περνάει. Βέβαια στα μάτια των παιδιών μας βλέπουμε τα πουλιά και κρώζουνε θλιμμένα και είναι κρίμα τόσο στ’ αλήθεια κρίμα αυτή την άνοιξη που πέθανε να μη μπορέσουμε να τους θυμίσουμε. Ποιος έχει χρόνο για ιστορίες τώρα πια και για φωτιές και για θυσίες και για τρελούς που μανιασμένοι στις φλόγες ρίχνουνται, ποιος έχει χρόνο μες στα μάτια

προσμονή

Πόσα ποτάμια μας κυκλώσαν λάβα κόκκινη Ηλεκτρισμένα νήματα ο φόβος μας κρατά Σκιές τριγύρω από την όχθη Να εκλιπαρούν με μάτια γλάρου Να σέρνονται Οσμή του φόβου Τανάλια θα συνθλίψει τους κροτάφους Μάτια κόκκινα Απ’ την άχαρη αγρυπνία. Κι εσύ βουβά να γέρνεις το κεφάλι σβησμένο κύμα και μονάχος να μιλάς: “Αν το δυνόμουνα ν’ αλώσω το φαράγγι της σιωπής να ξεκοιλιάσω τη βουβή ματιά αυτή τη χάντρα που γυάλινη σαλεύει μέσ’ απ’ τον καθρέπτη ` κάποτε οι θεοί ενοικούσαν σε θνητούς γάργαρο αστείο η ματιά τους κι ο Προμηθέας καταριότανε τον ίδιο τον πατέρα των θεών τώρα μοιάζει η φωνή μου αστείο αταίριαστο μανδύας γελωτοποιού άσμα νεκρίκιο ντύνει σ’ ένα γράμμα που απόμεινε κενό και μια ηχώ που όλο μέσα μου επιστρέφει: μας ξεχάσαν οι λέξεις μας αλώσαν τα χρόνια πια μονάχα εικόνες μας μένουν και μια γερμένη εμμονή μας ψιχαλίζει τη σιωπή με κεντρί υπόγειο.” Όλη μας η ζωή κουλουριασμένη σε μιαν όχθη Κι ο ποταμός ολόγυρα μας κλείνει Κόκκινη λάβα ο φόβος αλυχτά.

άστοχα

Πετράδι καρφώθηκε βαθύσκιο Στων ματιών σου το χάραμα Κι εγώ Με μια βελόνα Τρυπώ τα μάτια σου Η κυανή τους λάμψη Θαμπό γυαλί Βουβό Πάχνη τυλίγει με Τα μάτια σου τρυπώ Μήπως τα νιώσεις

οι απόψεις ενός κλόουν

Οι απόψεις ενός κλόουν, Χάινριχ Μπελ, μετάφραση : Τζένη Μαστοράκη Από την Πρώτη Δημοτικού ,που κατέκτησα την τέχνη της ανάγνωσης και βυθίστηκα στον κόσμο των βιβλίων , μέχρι σήμερα,τριάντα χρόνια μετά, έχω διαβάσει κάμποσα βιβλία. Με τον ήρωα όμως του Χ. Μπελ έχω ταυτιστεί τόσο πολύ που ειλικρινά ζηλεύω τον εμπνευστή του . Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: « Ο Χανς Σνηρ, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας , εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, αηδιασμένος από την ψευτιά και την υποκρισία των δικών του και των «ισχυρών» που τους περιστοιχίζουν, και διαλέγει το μόνο επάγγελμα που τον αντιπροσωπεύει : γίνεται κλόουν , δίνει παραστάσεις από πόλη σε πόλη κι έχει μαζί του τη Μαρί, την πρώτη και μοναδική του αγάπη. Έπειτα από έξι χρόνια δύσκολης συμβίωσης, η Μαρί τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί έναν σπουδαίο παράγοντα του γερμανικού καθολικισμού κι ο Χανς , που δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει, κατρακυλάει σταθερά. Ζητιάνος πια, θα καταλήξει στα σκαλιά του σιδηροδρομικού

γυμνές πατούσες

Γυμνές πατούσες Περπατούν πάνω στο άδειο κι άγριο πλακόστρωτο Μέσα στα τόσα άλλα πόδια Φαντάζουν όμορφες Προκλητική η γύμνια τους Φωνάζει Γι' αυτού του κόσμου Την αφόρητη αηδία Κι αποφορά Μαρτυρίες γυμνές της αλήθειας Τα μαύρα αυτά χνάρια στο χώμα που αφήνουν Μου φωνάζουν , μου κλείνουν το μάτι ειρωνικά Μου γελούν Περπατούν με μιαν αυτάρκεια Που θα 'λεγες αγγίζει την ευτυχία Δυο γυμνές πατούσες μόνες σ' έναν κόσμο γεμάτο άχρηστα παπούτσια Δυο γυμνά ποδάρια μόνα σ' έναν κόσμο γεμάτο οσμές από πεταμένα πλούτη Δυο άγρια μάτια μόνα Δυο ορθάνοιχτα, λεύτερα μάτια Με προσπερνούν Καλά το ξέρουν Μάτια δεν έχω τριγύρω μου να δω Από καιρό Μάτια κανείς δεν έχει για τίποτ' άλλο Παρά για το τομάρι του.

Μέγιστη πλάνη

Βάδιζα σ' ένα καλντερίμι στενό καμωμένο από πέτρα και σύγνεφο. Κι ήταν φροντίδα μου στην πέτρα πάνω μοναχά το βάρος μου να ρίχνω. Γύρω μου σύγνεφα φυγής μ' εκλιπαρούσαν να τ' αγγίξω. Μου τάζαν ταξίδια κι όνειρα και λυτρωμό. Μα μέσα μου το 'νιωθα πως και πάλι ψέματα λέγαν. Το' ξερα πάντα πως τα λόγια τα παχιά δεν είναι να τα εμπιστεύεσαι. Κι ήτανε δύσκολο πολύ στην πέτρα πάνω μοναχά τη μοίρα μου να δένω` μα ο φόβος που μ' αγκίστρωνε με κράταγε εκεί δέσμια στη μαύρη γρανιτένια υφή της. Σχεδόν έκανα πως δεν έβλεπα τα σύννεφα που ξεπετάγονταν σιμά στην πέτρα. Μα τα 'βλεπα. Πώς όχι; Μέσα μου, ωστόσο, μ' έτρωγε ο φόβος πως αν το βάρος μου τ' ακούμπαγε θα λιώνανε σα χίμαιρες του νου. Κι έτσι δεν πάτησα ποτέ πάνω στο σύννεφο. Κι ας το ποθούσα τόσο. Μ' αυτό που πιο πολύ με θλίβει είναι που νιώθω πως και η πέτρα δεν είναι από γρανίτη. Ποτέ δεν ήταν. Η σιγουριά μου ήταν που στα μάτια μου της έδωσε τη στέρεα όψη. Κι αν στο σύννεφο ποτέ δεν πάτησα είναι που ν

τις είπε ποίηση

Μουρμουρητά φυγής αχνίζανε αλλόκοτα νοσταλγικά, κρυφά, ζωσμένα ολούθε από την ένταση ενός παράδοξου πυρετού. Είχε η σιγή μιαν αγωνία που τον κάρφωνε με ανάσες ασθματικές. Τις άκουγε μέσα του να ηχούν στο ρυθμό μιας αέναης φρίκης που’ σερνε πίσω της σωρό τις προσωπίδες της χρυσές, με χρώματα κραυγαλέα όσο και η απελπισία που πότιζε το πετσί του ηδονικά ` σε μιαν αιώνια εναλλαγή η ανθρώπινη ουσία του άλλαζε πρόσωπα και προσωπεία πότε του γέλαγε χλευαστικά πότε με οπτασίες ουτοπίας τον εκοίμιζε πότε τον έλουζε με ασίγαστους πόθους` και βούλιαζε ανήμπορος στην πιο μύχια κόχη της σκέψης του, τη στάχτη πάσχιζε να διυλίσει με δυο τρύπιες χούφτες, ανάσαινε καπνό και λήθαργο οι εμμονές του μείναν μόνες και φτωχές` τις είπε ποίηση κι έθαβε τους τριγμούς της ουσίας του στους στίχους του ευλαβικά με σύστημα κι επιμονή κι ας κραύγαζαν σιγανά σιγανά σαν ανυπεράσπιστα γυμνά ποδάρια που βουλιάζουν στην καυτή άμμο και φλέγονται δημοσιεύτηκε στο poema

ποτάμι

Ήτανε κάποτε ένα ποτάμι. Πρωτόγνωρες οι δίνες που στις όχθες του ηχούσαν` Θεοί ανασταίνονταν στην κοίτη του κι αποσταμένοι στρατηλάτες στα νερά του λούζονταν. Ταξίδευε αιώνες πίσω ακάματο, με πείσμα κοφτερό σαν τη λεπίδα που αστράφτει στον ήλιο πριν χωθεί στο σκληρό θηκάρι. Έλεγε πως ζητά τη θάλασσα. Κι όλο ταξίδευε αλλάζοντας όψεις συνεχώς με μιαν αστείρευτη ορμή που’ μοιαζε με θυμό μα ήταν ζωή κι επιμονή και αγώνας και ελπίδα. Κι όταν του μήνυσαν πως στέρεψαν οι θάλασσες με βλέμμα επιτιμητικό το εγκαταλείψαν οι θεοί και οι στρατηλάτες σιωπηλά στρέψαν τα νώτα. Μα το ποτάμι συνέχισε μονάχο να κυλά. Η μοίρα κάποιων ποταμιών τους επιτάσσει να μην πτοούνται από το θεϊκό φευγιό και να επιμένουν να κυλούν τη θάλασσα μυστικά αναζητώντας όσοι μαντατοφόροι κι αν στο διάβα τους περάσουν για να τους πουν πως θάλασσα ποτέ δε θα βρεθεί.

βυθός

Σ’ αυτόν το βυθό δεν έχει σύρμα νοτισμένο Να περπατήσεις μεθυσμένος από προσμονή Δεν έχει νότο να σκορπίσει Τη ρημαγμένη ψυχή σου Στα τέσσερα στοιχειά τ’ ορίζοντα Μονάχα μια μονότονη ψιχάλα Κι ένα κουρασμένο κλαυσίγελο Κρατημένο σφιχτά Στη ματιά σου Σ’ αυτόν το βυθό Φτάνουν- στιγμές-ψιχάλες φως Και τις γραπώνεις με νύχια κόκκινα απ’ την ένταση Και τις γεύεσαι με πύρινη γλώσσα Κι ένα κοχύλι αρμύρα Ακουμπά στην πλάτη σου Χαραγματιά απ’ αλάτι που σε σφάζει Σ’ αυτόν το βυθό Άκρη δεν έχει` Μονάχα ανεστραμμένα είδωλα Μονάχα στρόφιγγες από σκουριά μαγκωμένες Κι εσύ παλεύεις Έστω λίγο Την πέτρινη υφή τους Να κινήσεις Με δάχτυλα - φωτιά.

βέβηλοι

Βγήκανε πάλι ανατόμοι με νυστέρια Και σκύψαν βέβηλοι στης Ποίησης το σώμα Να το σκυλέψουν Βγήκανε πάλι τιμητές με τα τεφτέρια Και σμίξαν άγριοι το βλέμμα σ’ ένα πτώμα Να γνωματεύσουν Κι ο ποιητής στέκει πιο πέρα Κρατά στο χέρι την οργή του και την πένα Κρατά στην όψη τη σιωπή και τον καημό Και τραγουδά μονάχος Θλιμμένος τροβαδούρος Μονάχος Δον-Κιχώτης Δίχως ούτε αυτούς τους ανεμόμυλους Με τα κουρελιασμένα τους φτερά Δίχως κοντάρι Δίχως Σάντσο Μονάχα μ’ ένα πικραμένο βλέμμα Και τον Καβάφη να ουρλιάζει ρυθμικά Την άθλια ειμαρμένη Των ερινύων τα βήματα Του Απόλλωνος την Απιστία. για τον μοντεκρίστο

άγρια ακτή

Ήτανε κάποτε μι’ ακτή σ’ άγριο χορό ατίθασα κι ονειρικά δοσμένη. Χόρευε αλλόκοτους ρυθμούς χαραγμένους σε βότσαλα μαύρα και στιλπνά με χορευτές φιδίσιους που ξέραν χρόνους μαγικούς να τιθασεύουν ν’ αγγίζουνε τα σύγνεφα μ’ ένα τους σάλτο. Χρόνια στην πλάτη τους αυτοί μετρούσαν χίλια και η μιλιά τους μάγευε τις μουσικές κρυφά αγνάντευε στους ουρανούς μαντέμια ατόφια. Κι όταν σωπαίναν ο λυγμός ανάρια δέηση πάνω απ’ της γης τα ναρκωμένα καλντερίμια απλωνόταν στάλαζε δρόσο της ζωής και πείρα αιώνων. Κι όταν αρχίζαν το χορό , κραυγές που στάζαν ουρανό παίρναν το δρόμο και ταξιδεύαν κει που σιωπούσαν μυστικά καλά κρυμμένα Και τρίζαν οι αρμοί της γης με προσμονή κι απαντοχή. Μα σαν ακούσανε του κόσμου οι γνωστικοί πως κάπου υπάρχει μια ακτή βαθιά κρυμμένη που’ χει βαλθεί του κόσμου την αέναη αταραξία να χαλάσει πιάσαν σφυριά γιγάντια , καλούπια από πέτρα και ζύγωσαν την άγρια ατίθαση ερωμένη να τη στρι

για πόσο ακόμη;

Με κάρφωσε η εμμονή με τ’ αμείλικτα νύχια της, να φτιάξω λέξεις για τη φρίκη. Μα η φρίκη στέκει πιο πάνω απ’ τη λέξη Κι ο ποιητής στέκει γυμνός.. Μες στις παλινωδίες των καιρών χάσκουν εντός μου κραταιές οι αντιστάσεις γδέρνουν με νύχι’ ακονισμένα απ’ τη σιωπή το σκληρό κέλυφος της ηττημένης σκέψης μου. Το σάπιο σώμα μου κείται βουβό κι από τα μάτια του στάζει η πίκρα γι’ αυτά που αντίκρισαν ακούσιοι μάρτυρες καιρών απάτη ενδεδυμένων Και το μετέωρο βλέμμα μου εκκρεμές πόνου ανίδωτου Και το βουβό μου κρώξιμο ζυμάρι ατελές σε χέρια τρύπια απ’ το νίπτειν Για πόσο ακόμη;

βραδιάζει

Όταν χρωματίζαν το μέτωπό σου οι κραυγές το βάφαν ασημί με κόκκους μαύρους αχνούς πολύ τόσο που μοιάζαν στίγματα κενά οι πεθυμιές σου και λιώναν το δείλι οι ανάσες σου ξεψυχισμένα μα συ δεν το’ ξερες δεν ήξερες τίποτα πέρα απ’ τη σκόνη που αθόρυβα πολύ σε στοίχειωνε μέρα τη μέρα κι έμοιαζες κύμα που ναυάγησε σ’ ένα κομμάτι γης κι ασθμαίνει τη στερνή του υγρή σταγόνα να φυλάξει προτού το χώμα το ζυμώσει με τη σκονισμένη υφή του στεγνή σαν τη μοίρα στυγνή σαν ηχώ αμετάκλητη σε σέρνει με μαλλιά λυτά κι αφρόντιστα λόγια νήμα λεπτό πια σε κρατάει στη γη οι κραυγές σ’ αγαπήσαν κι είναι η μοίρα που σου πρέπει βαριά πολύ κι εσύ μικρός σαν ένας κόκκος άμμου μόνο που δεν το ξέρεις δεν ξέρεις τίποτα αχ να γινόταν να σιωπήσουν τα πουλιά που μες στα δυο σου μάτια θλιμμένα τρυπούν τη σιωπή μου με το άγριο ουρλιαχτό τους να γείρω πάνω σου και ν’ αποκοιμηθώ σαν ένα μωρό που δεν έχει παρελθόν και το παρόν του είναι ανάλαφρο πολύ σαν το χνούδι ενός κύκνου που αφέθηκε στο ρέμα λίμνης ατάραχης βραδιάζει μ

βροτός

βροτός (άνθρωπος)- μόρος (θάνατος)- μοίρα : τρεις λέξεις ομόρριζες στη σοφή γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων..μοίρα του ανθρώπου ο θάνατος Σκιρτά ο κόσμος Η αναπνοή του συριγμός ανάλαφρος Γέλιο παιδιού Μουσική από βότσαλα μύρια που σε γιγάντια χούφτα στριμωχτήκαν. Ποιος τα δονεί; Ποια μουσική ρυθμό τους δίνει; Κανείς δε στάθηκε ακόμη τόσο αδήριτα σοφός για να το πει. Κι ίσως καλύτερα έτσι. Ο βροτός βροτός γεννήθηκε. Μοίρα τον μοίρανε βαριά όλο να φεύγει. Κι αν ίσως κάποτε μια βαρυγκώμια τον ταράσσει είναι που μόνο αυτός έχει τη Γνώση, βαρίδι που τον σέρνει αδιάκοπα στη γη. Πόσες σταγόνες λευτεριάς χωρούν σ’ ένα στήθος χωμάτινο; Να με ρωτάς Κι εγώ να ρίχνω τη ματιά στο χώμα. Κι ύστερα αντάμωσα το βλέμμα σου να καίει με λάμψη απόκοσμη κι ονειρική κι είδα το στήθος το χωμάτινο ποτάμι ορμητικό να κλείνει στα έγκατά του και τα αιώνια ρωτήματα θύελλα να ταράσσουν τα νερά του κοχλάζοντα κραυγές ν' αναπέμπουν είδα τη μοίρα μ' ουρλιαχτά τη φύση της ν'αφήνει και μένει πια μονάχα ο νους και

κρατήσου μάτια μου

Κρατούσε λες στη χούφτα της ολάνθιστο καρπό την απαντοχή και τη συμπόνια. Ήταν τα μάτια της ορθάνοιχτα σαν δυο μονάχες πυρωμένες ανθοδέσμες που όμως ποτέ δεν άνθισαν. Κι απόμεινε με δυο φρυγμένα χείλη πεισματικά κλειστά λέξη καμιά να μην αφήσουν να χαθεί στον οχετό που την κύκλωνε. Το’ νιωθε αυτό σαν μια μορφή ελευθερίας. Μα ήταν στιγμές που και γι’ αυτό φριχτά αμφέβαλλε όταν ο ουρανός της έχασκε ορθάνοιχτος τ' αστέρια απειλητικά απομεινάρια άλλων εποχών και η βροχή λυτρωτική αναπνοή αργούσε ολοένα` κι έστεκε μοναχή ο καρπός εκεί στη χούφτα της να σήπεται κι ο κόσμος γύρω της να της φαντάζει τόσο ξένος τόσο μόνος κι ανυπεράσπιστος τόσο γελοίος σ’ έναν μικρόκοσμο αηδίας να περιστρέφεται ολοένα και να ρωτάει τον ουρανό : “είναι η όψη μου που χάνεται; είναι η σιωπή μου που ηχεί εκκωφαντικά; είν’ η σιωπή των άλλων;” Μα ποιοι είν’ οι άλλοι; Κι ο ουρανός που γύρω τους παγώνει; Ποιοι τη βουβή ικεσία να νιώσουν; Δική τους είναι. Στα ματωμένα τσίνορα της γης ξαποσταίνει Και στους κροτάφους

μόνος

ένα γαρίφαλο λιωμένο στη ματιά μοναχικά δυο κίτρα στριμωγμένα στην αγκάλη δεν πρόκαμες να τα μυρίσεις κι είχες φύγει κι ο χρόνος σου μηδενικός κι ο χρόνος σου αιώνιος «ψάχνω το χρόνο αυτόν», φωνάζεις «που στη μικρή κρυφή κραυγή μου θα στρώσει φύλλα δροσερά να απαγκιάσει» κι όλοι κοιτάζαν το γαρίφαλο λιωμένο στα δυο μάτια σου και την πορφύρα που έβαψε την όψη σου κείνο το δειλινό που σου μιλήσαν οι κραυγές θαρρείς πως με καθάρια βήματα ζύγωνε όλο και πιο κοντά στο κέντρο η ύπαρξή σου ένα κύμα που χτυπά σε νοητά –λες- βράχια` η αρμύρα του τα ζώνει ψίθυροι αλαλαγμοί τριγμοί μιας μοίρας άγονης και μόνης και γίνανε τα βράχια απροσπέλαστα βουνά στα σύνορα του νου σου κάποιος τα τρύπησε μ' αγκάθι οδυνηρό και τ’ άφησε εκεί κεντρί και πόνος πόνος και κεντρί ζυγώνει με καθάρια βήματα όλο και πιο κοντά στο κέντρο κι εσύ κλείνεσαι μέσα σου θαρρείς το κέντρο να ζυγιάσεις τα χέρια σου δυο στάχυα σ΄ άνεμο βουβό ολότελα αφημένα δεν τα κοιτάς μια κούραση -άμμος πηχτή έχει καλύψει τη φωνή σου όλο κα

χέρια από φίλντισι

Είμαι μια σβούρα κλεισμένη σε δυο χέρια από φίλντισι. Τα χρώματά μου διαχέονται τρυπούν τις φλέβες του χεριού τις βάφουν χρώμα εξίτηλο, βαμμένο απ’ την πίκρα της φθοράς του ανεπίδοτου το στίγμα αυτό που χρόνια τώρα αφήνει πίσω του σημάδια θαλερά. Το πιο ακριβό χρώμα εκεί σφηνωμένο στου νου την άραχλη χώρα γελά , κραυγάζει νότες ανοίκειες σου μιλά μια πανάρχαιη γλώσσα βαμμένη από την πείρα των καιρών. Το φίλντισι πήρε το χρώμα της μνήμης. Τα χέρια ανοίξαν κι αποβάλαν τη λευκή τους όψη. Τώρα μοιάζουν χωμάτινα. Μυρίζουν χώμα νοτισμένο απ’ τη βροχή. Και η σβούρα μοιάζει να’ χει πάρει κάτι από τη στρογγυλάδα της σιωπής που’ ναι μεστή από φρόνηση. Τα χρώματά της όλα συγχωνευτήκαν σ΄ ένα γαλάζιο φωτεινά καθάριο. Αν την αφήσεις , θα κυλήσει έτσι γαλήνια ως τα μύχια της ψυχής μου. Να τη βάψει κι αυτήν με χρώμα εξίτηλο. Όπως εξίτηλη είναι η φύτρα των ανθρώπων και οι πεθυμιές τους κι οι ελπίδες τους Όπως εξίτηλα απομένουν και τούτα τα σκαλίσματα αποκυήματα μιας ιδιοτροπίας αθεράπευτης που με σέρ

ανθρώπων έργα

το κύμα χτυπάει την αλυκή δίχως οίκτο δίχως να συλλογιέται καν πως χάνει κάτι απ΄ την ουσία του και γυρίζοντας πίσω δε θα’ ναι ποτέ πια ίδιο στιγμή αξεδιάλυτα δεμένη με την απουσία` κι ένα σφυρί ο χρόνος σε αμόνι από σύγνεφο σμιλεύει το αύριο το σήμερα ποιος το’ πλασε και του’ δωσε τη γεύση τη γλυφή όσο κι αν πιεις να μη χορταίνεις -μόνιμη η δίψα μέσα σου- ποιος το σμιλεύει μέσα μας αυτό το αχόρταγο καμίνι που σαν θεριό βρυχάται πύρινες γλώσσες χαλκεύουν τα τείχη του ουρανοί δίχως πέρας σημαδεύουν τη δίνη του σβήνουνε μέσα μου σωρός τ’ αγέννητα ρωτήματα και ο αέρας μοιάζει να’ χει κάτι από τη θλίψη. ξανά θα χαράξω σιωπές στο χαρτί` μα δε γελιέμαι το καμίνι δεν κοπάζει με τις λέξεις κι όσες φορές κι αν ψάξω κι αν ρωτήσω πάλι η απάντηση θα χάσκει μοναχή` κανείς ποτέ δε βρήκε τι στα μάτια του ανθρώπου κρυφοκαίει ίσως μονάχα ο πόθος του ν’ αγγίξει τη ζωή πριν να τον πάρει η λησμονιά προτού ο χρόνος τον αρπάξει στις δαγκάνες του και τον συνθλίψει και μείνει η γεύση του άπιαστου και

οι κυνηγοί του ανέφικτου

Tα μάτια του τα ρούφαγε το φως του δειλινού τα στριφογύρναγε σ’ ατέλειωτες φιγούρες νοερά τα ζωγράφιζε στις τέσσερις όψεις του ορίζοντα. ο λόγος του στοιχειό της φύσης λιγυρός μαστίγωνε το ατέλειωτο της γης μουρμουρητό` και μια σιωπή αβάσταχτης οδύνης είχε στοιχειώσει τα έλη τ’ ουρανού και τα πετούμενα όλα στέκαν αμίλητα κι αφουγκραζόντουσαν τον ψίθυρο. Ήταν που η φωνή του, όσο κι αν μέσα του θεριεύοντας δονούσε απίστευτης οδύνης τις χορδές, ψίθυρος έβγαινε από μέσα του ταπεινός, ανάερος, συγκρατημένος. κι έλεγε πως κουράστηκε να κουβαλά τον πόνο των ανθρώπων πικρά να αγναντεύει τη φυγή τους να σφίγγει μες στη χούφτα του την πίκρα της γης ολάκερης πυρακτωμένος απ’ τη σιωπή μισών ανθρώπων` έλεγε πως πια απόμεινε μονάχος να δονείται με ασταμάτητη ενοχή για όσα γύρω του μαραίνονται και λιώνουν` μάταιη η αγωνία του, άγονη η πληγή του.. κανέναν πια δε συγκινούσε` κι ύστερα σώπασε και πήρε πικραμένος το δρόμο της φυγής` έτσι κι αλλιώς απάντηση δεν πρόσμενε` το’ νιωθε πως η αγωνία ήταν ραμ